- γυρισιά
- η1) виток, оборот; 2) поворот, изгиб
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυρισιά — η [γυρίζω] το γύρισμα … Dictionary of Greek
νερογυρισιά — η επικίνδυνη συστροφή υδάτων θάλασσας ή ποταμού, ρούφουλας, δίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + γυρισιά (< γυρίζω)] … Dictionary of Greek